τροχηλάτης

τροχηλάτης
ὁ, Α
1. αρματηλάτης, ηνίοχος
2. φρ. «τροχηλάτης ἵππος» — άλογο κατάλληλο για αρματοδρομίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + -ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. αμαξ-ηλάτης, κωπ-ηλάτης. Το -η- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τροχηλάτης — charioteer masc nom sg τροχηλατέω drive a chariot imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχηλάτην — τροχηλάτης charioteer masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχηλάτῃ — τροχηλάτης charioteer masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχηλάτας — τροχηλάτᾱς , τροχηλάτης charioteer masc acc pl τροχηλάτᾱς , τροχηλάτης charioteer masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχηλασία — ἡ, Α [τροχήλατης] 1. η ενέργεια τού τροχηλατῶ*, οδήγηση άρματος, αρματηλασία 2. μτφ. το ευμετάβλητο τής ανθρώπινης ζωής …   Dictionary of Greek

  • τροχηλατώ — έω, Α [τροχηλάτης] (ποιητ. τ.) 1. τρέχω ή καταδιώκω κάποιον καθισμένος πάνω σε άρμα 2. μτφ. οδηγώ κάποιον εδώ κι εκεί …   Dictionary of Greek

  • τροχηλάτου — τροχήλατος wheel drawn masc/fem/neut gen sg τροχηλάτης charioteer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”