τροχηλάτης — charioteer masc nom sg τροχηλατέω drive a chariot imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχηλάτην — τροχηλάτης charioteer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχηλάτῃ — τροχηλάτης charioteer masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχηλάτας — τροχηλάτᾱς , τροχηλάτης charioteer masc acc pl τροχηλάτᾱς , τροχηλάτης charioteer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχηλασία — ἡ, Α [τροχήλατης] 1. η ενέργεια τού τροχηλατῶ*, οδήγηση άρματος, αρματηλασία 2. μτφ. το ευμετάβλητο τής ανθρώπινης ζωής … Dictionary of Greek
τροχηλατώ — έω, Α [τροχηλάτης] (ποιητ. τ.) 1. τρέχω ή καταδιώκω κάποιον καθισμένος πάνω σε άρμα 2. μτφ. οδηγώ κάποιον εδώ κι εκεί … Dictionary of Greek
τροχηλάτου — τροχήλατος wheel drawn masc/fem/neut gen sg τροχηλάτης charioteer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)